- παρακαλεστός
- και παρακαλετός, -ή, -ό / παρακαλεστός, -ή, -όν, ΝΜ [παρακαλώ]1. αυτός που κάνει κάτι έπειτα από παρακλήσεις, χαριστικά («παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει», παροιμ. φρ.)2. αυτός που γίνεται με ικεσίες, με παρακλήσεις, με παρακάλια («παρακαλετά φιλιά γλύκα δεν έχουν», παροιμ. φρ.)μσν.αυτός που χαριστικά, χωρίς επίσημη ιδιότητα, διατυπώνει εγγράφως και υπογράφει συμβόλαιο, προικοσύμφωνο κ.ά. έγγραφα σαν συμβολαιογράφος.επίρρ...παρακαλεστάμε παρακαλεστό τρόπο, ικετευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.